οὐροδόχων

οὐροδόχων
οὐροδόχος
holding urine
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυδιψία — η, Ν ιατρ. αυξημένη επιθυμία για λήψη υγρών που παρατηρείται σε ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη ή από ορισμένες παθήσεις τών ουροδόχων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polydipsia < poly (< πολυ *) + dipsia (< δίψα). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”